- μοναζίτης
- Σπάνιο ορυκτό φωσφορικού δημητρίου, χημικού τύπου CePO4, που ονομάζεται και τουρνερίτης ή εμερίτης. Ανήκει στην ομάδα των φωσφορικών ορυκτών, οι κρύσταλλοί του κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα και σχηματίζουν συνήθως πλακοειδή σχήματα με ανώμαλες έδρες. Είναι εύθραυστο πέτρωμα και έχει χρώμα κόκκινο ώς κοκκινόγκριζο ή κιτρινόγκριζο. Ο μ. περιέχει, σε μεγάλη αναλογία και άλλα μέταλλα της ομάδας των σπάνιων γαιών της σειράς του υττρίου, καθώς και λανθάνιο, θόριο και μεσοθόριο. Πολλοί μ. περιέχουν και ήλιο. Ο μ. έχει σκληρότητα 5 - 5,5 στην κλίμακα Μος και πυκνότητα 4,6 – 5,4 gr/cm3. Χρησιμοποιείται κυρίως στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και για την παραγωγή πυροφόρων κραμάτων που χρησιμοποιούνται στις πέτρες των αναπτήρων. Σχηματίζεται κυρίως σε μεταμορφωμένα πετρώματα και σε δευτερογενή κοιτάσματα σε ποτάμιες ή θαλάσσιες άμμους. Ο μ. βρίσκεται στις ΗΠΑ στον Καναδά, Βραζιλία, Ιταλία, Φινλανδία και Ισημερινή Αφρική.
* * *ο(ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό τού δημητρίου και τού λανθανίου το οποίο αποτελεί την κύρια εμπορική πηγή τού δημητρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Μonazit < μονάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.